- κατέδειξαν
- καταδείκνυμιdiscover and make knownaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδεικνύω — και καταδείχνω (AM καταδεικνύω, Α και καταδείκνυμι) 1. ανακαλύπτω ή επινοώ κάτι και τό κάνω γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», Ηρόδ.) 2. έχω και προβάλλω αποδείξεις για να επικυρώσω κάτι, αποδεικνύω μσν. κατασκευάζω αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
δρομείς — Ονομασία πτηνών που δεν μπορούν να πετάξουν, επειδή το στέρνο τους είναι επίπεδο, δεν έχουν δηλαδή τη χαρακτηριστική απόφυση (τρόπιδα) πάνω στην οποία προσφύονται οι ισχυροί πτητικοί μύες, ενώ οι φτερούγες τους δεν είναι ανεπτυγμένες ή έχουν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… … Dictionary of Greek
Κομφούκιος — (Τσουελί, Σαντούνγκ 551 – Τσιφού 479 π.Χ.). Κινέζος φιλόσοφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κουνγκ Τα’ιέου. Οι μαθητές του τον αποκαλούσαν Κουνγκ Φου Τσε (= ο σεβάσμιος διδάσκαλος Κουνγκ). Οι πρώτοι ιεραπόστολοι εκλατίνισαν το όνομα αυτό σε… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος Βίτελσμπαχ — (Ludwig Wittelsbach). Όνομα τριών βασιλιάδων της Βαυαρίας. 1. Λ.Β. Α’ (1786 – 1868). Βασιλιάς της Βαυαρίας (1825 48) και πατέρας του πρώτου βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα. Γιος του βασιλιά Μαξιμιλιανού Α’, υπηρέτησε στον στρατό του Ναπολέοντα… … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek